οροι

Ελληνικοί Όροι

Α

Άμεση Διάκριση (Direct Discrimination): Κάθε πράξη ή παράλειψη που αποκλείει ή θέτει σε εμφανώς μειονεκτική θέση τα πρόσωπα λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, καθώς και κάθε εντολή, παρότρυνση ή συστηματική ενθάρρυνση προσώπων να προβαίνουν σε δυσμενή ή άνιση μεταχείριση άλλων λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου. (Νόμος 4604/2019: «Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων, πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας – Ρυθμίσεις για την απονομή Ιθαγένειας – Διατάξεις σχετικές με τις εκλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση – Λοιπές διατάξεις».)

Αμφιφοβία /Αμφιφυλοφοβία (Biphobia): Η αμφιφοβία ή αμφιφυλοφοβία είναι «ο φόβος, ο παράλογος θυμός, η δυσανεξία ή/και το μίσος προς την αμφιφυλοφιλία και τους αμφιφυλόφιλους ανθρώπους (…). Η φοβία μπορεί να υπάρχει μεταξύ των ετεροφυλόφιλων, των γκέι ανδρών, των λεσβιών ή των ίδιων των αμφιφυλόφιλων και συχνά σχετίζεται με πολλαπλά αρνητικά στερεότυπα για τους αμφιφυλόφιλους με κέντρο την πεποίθηση ότι η αμφιφυλοφιλία δεν υπάρχει και τη γενίκευση ότι οι αμφιφυλόφιλοι είναι συγκεχυμένοι». (International Lesbian, Gay, Bisexual, Trans and Intersex Association – Europe (July 2014). «ILGA - Europe Glossary»)

Αμφιφοβία /Αμφιφυλοφοβία (Biphobia): Όρος παράλληλος με αυτόν την ομοφοβίας που αναφέρεται στην ψυχολογική και κοινωνική προκατάληψη και στις διακρίσεις κατά των αμφισεξουαλικών προσώπων. Πέρα από αρνητικούς χαρακτηρισμούς, δηλώσεις όπως «Τα bi άτομα είναι αναποφάσιστα» ή «δεν υπάρχουν bi άτομα» επίσης είναι αμφιφοβικές. (Colour Youth)

Αμφιφυλόφιλος-η /Αμφισεξουαλικός/ή (Bisexual): Ένα άτομο το οποίο αισθάνεται συναισθηματική ή/και σεξουαλική έλξη προς δύο φύλα ή περισσότερα. Πολύ συχνά, χρησιμοποιείται ως όρος ομπρέλα για να περιγράψει διάφορες μορφές πολυσεξουαλικότητας. (Colour Youth)


Ανδροκεντρισμός: Θεώρηση του κόσμου και του πολιτισμού που επικεντρώνεται στην ανδρική οπτική, με τρόπο που η ανδρική πραγματικότητα να τοποθετείται στο επίκεντρο των κατασκευών του λόγου επηρεάζοντας το πολιτισμικό φαντασιακό και εδραιώνοντας τη βάση της κοινωνικής ιδεολογίας. Είναι μία κοινωνική πρακτική όπου οι άνθρωποι που την απαρτίζουν αναλαμβάνουν λειτουργικούς και προκαθορισμένους ρόλους, όπου τα αρσενικά μοντέλα και συμπεριφορές επιβεβαιώνονται ως καθολικές και ανώτερες των θηλυκών, οι οποίες θεωρούνται συμπληρωματικές. (urbana)

Αντι-σεξιστικό εκπαιδευτικό υλικό: Θεωρείται το υλικό από το οποίο όχι μόνο απουσιάζουν στοιχεία σεξισμού και έμφυλων διακρίσεων, αλλά, επιπλέον, παρέχονται και εναλλακτικές θεωρήσεις και προτεινόμενοι ρόλοι, έτσι ώστε να απεικονίζεται πιο ρεαλιστικά η πραγματικότητα, αναλύονται τα πλεονεκτήματά τους και οι δυσκολίες επίτευξης, συμπεριλαμβανομένων των θεσμικών εμποδίων και διακρίσεων. Αντι-σεξιστικό εκπαιδευτικό υλικό είναι αυτό που προτρέπει μαθητές /τριες να αμφισβητήσουν κριτικά και να δράσουν για την εξάλειψη του σεξισμού και της έμφυλης ασυμμετρίας.

Ασέξουαλ (Αsexual): Αλλιώς και ace. Κάποιος/α που δεν βιώνει (ή βιώνει λίγη) σεξουαλική έλξη προς άλλα άτομα. Η ασεξουαλικότητα συνήθως αντιμετωπίζεται ως φάσμα (asexual/ace spectrum) στο οποίο περιλαμβάνεται το asexuality στο ένα άκρο, το gray-asexuality (ή graysexuality) στο μέσο, και το (allo)sexuality στο άλλο άκρο. (Colour Youth)

Αγγλικοί Όροι

A

Agender: Ταυτότητα φύλου κατά την οποία το άτομο αισθάνεται ότι δεν έχει φύλο ή η απουσία ταυτότητας φύλου. (Colour Youth)