μυθοι

Ανδρομέδα 

Η Ανδρομέδα ήταν κόρη του Κηφέα, βασιλιά των Κηφήνων ή των Αντιόπων και της Κασσιόπης (ή κατ' άλλους της Ιόππης, της κόρης του Αιόλου). Σύμφωνα με τον μύθο, όταν η Κασσιόπη ισχυρίστηκε ότι η κόρη της Ανδρομέδα ήταν ωραιότερη από τις Νηρηίδες, ο Ποσειδών, για να την εκδικηθεί, προκάλεσε καταιγίδα στην Αιθιοπία, από την οποία πλημμύρισε τη χώρα, και επιπλέον έστειλε ένα θαλάσσιο τέρας, το Κήτος που κατασπάραζε ανθρώπους και ζώα. Σύμφωνα με το χρησμό του μαντείου του Άμμωνα, για να σωθεί η χώρα έπρεπε να θυσιαστεί η Ανδρομέδα στο τέρας. Έτσι, την εγκατέλειψαν, δεμένη σ΄ έναν βράχο της ακτής, για να την καταβροχθίσει το Κήτος. Ο Περσέας όμως, ο οποίος επέστρεφε από τη σφαγή της Γοργούς, σκότωσε το Κήτος, την ελευθέρωσε και την παντρεύτηκε αγνοώντας το Φινέα, με τον οποίο ήταν αρραβωνιασμένη η Ανδρομέδα. Στη διάρκεια της γαμήλιας τελετής τους ξέσπασε καβγάς ανάμεσα στους δυο άνδρες, αλλά ο Φινέας τελικά πέτρωσε, αφού κοίταξε το κεφάλι της Γοργούς. Η Ανδρομέδα κατά την παράδοση ακολούθησε τον Περσέα στην Τίρυνθα του Άργους και έκαναν επτά παιδιά, τη Γοργοφόνη, τον Πέρση, τον Αλκαίο, τον Ήλιο, τον Μήστορα, τον Σθένελο και τον Ηλεκτρύωνα. Μετά το θάνατό της η Αθηνά την έκανε άστρο και την έβαλε στους αστερισμούς του βόρειου ουρανού κοντά στον Περσέα και την Κασσιόπη.

Image

Αντιγόνη 

Image
Η Αντιγόνη ήταν κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Αδέλφια της ήταν η Ισμήνη και οι δίδυμοι Ετεοκλής και Πολυνείκης. Επίσης αδελφός της, ήταν και ο πατέρας της, ο Οιδίποδας ο οποίος σκότωσε, χωρίς να το γνωρίζει, τον πατέρα του Λάιο και παντρεύτηκε τη μητέρα του, την Ιοκάστη.
Ύστερα από την αποκάλυψη της αλήθειας, η Ιοκάστη απαγχονίστηκε και ο Οιδίποδας αυτοτυφλώθηκε και αυτοεξορίστηκε, με την Αντιγόνη να τον οδηγεί στους Κολωνούς. Εκεί ο Θησέας έσωσε την Αντιγόνη όταν ο θείος της ο Κρέων επιχείρησε να την απαγάγει. Μετά τον θάνατο του πατέρα της επέστρεψε στην Θήβα. Τα δύο αδέλφια της, Πολυνείκης και Ετεοκλής, λαμβάνοντας την εξουσία μετά τον Οιδίποδα, συμφώνησαν να βασιλέψουν διαδοχικά ανά ένα χρόνο. Πρώτος βασίλεψε ο Ετεοκλής, ο οποίος όμως αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία στον Πολυνείκη. Ο Πολυνείκης τότε έφυγε από τη Θήβα και πήγε στο Άργος, όπου παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Άδραστου. Στη συνέχεια κινήθηκε εναντίον της Θήβας.
Συνέπεια του πολέμου των «Επτά επί Θήβας» ήταν ο τραγικός θάνατο των δυο αδερφών. Ο νέος άρχοντας, ο Κρέοντας διατάζει τον ενταφιασμό του Ετεοκλή, αλλά απαγορεύει να ταφεί το πτώμα του Πολυνείκη, επειδή ενήργησε ως προδότης.
Η Αντιγόνη ωστόσο, αψηφά τον νόμο του Κρέοντα και ενταφιάζει κρυφά τον νεκρό αδελφό της. Ένας φρουρός την ανακαλύπτει και την οδηγεί στον Κρέοντα. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης ήταν η παραδειγματική τιμωρία της. Ο Κρέοντας διατάσσει  τον εγκλεισμό της σε σπήλαιο, χωρίς τροφή και νερό, μέχρι να πεθάνει. Ο Αίμονας, μνηστήρας της Αντιγόνης και γιος του Κρέοντα, την υπερασπίζεται και κατηγορεί τον πατέρα του, ο οποίος αργότερα μετανοεί, αφού ο μάντης Τειρεσίας τον προειδοποιεί ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί. Στη συνέχεια η Αντιγόνη αυτοκτονεί, ενώ ο Αίμονας μαθαίνοντάς το αυτοκτονεί και αυτός συμπαρασύροντας και τη μητέρα του Ευρυδίκη.
Η σοφόκλεια ηρωίδα έχει ασκήσει τεράστια γοητεία σε όσους/όσες  τη μελετούν (Χέγκελ, Λυς Ιριγκαρέ, Τζούντιθ Μπάτλερ κ.α.) κι έτσι έχουν προκύψει πολλές θεωρητικές αναζητήσεις, καθώς και συγκρούσεις και αντεγκλήσεις στα πεδία της λογοτεχνικής κριτικής, της ψυχανάλυσης, της φεμινιστικής θεωρίας και της νομικής σκέψης.

Δαναΐδες 

Κατά τη μυθολογία, οι Δαναΐδες ήταν οι πενήντα κόρες του Δαναού, τις οποίες απέκτησε με δέκα διαφορετικές γυναίκες. Αποκαλούνταν επίσης Δανααί (Στράβων, Η 371), ή και Βηλίδες από τον παππού τους Βήλο (Οβιδίου Μεταμορφώσεις, IV 463).

Μετά τον θάνατο του Βήλου, οι Δαναΐδες ακολούθησαν τον πατέρα τους και έφυγαν από τη Λιβύη αν και η βασιλεία είχε ανατεθεί σε αυτόν, καθώς φοβόνταν τους 50 γιους του αδελφού του, του Αιγύπτου. Αρχικώς κατέπλευσαν στη Λίνδο της Ρόδου και τελικώς έφθασαν στο Άργος. Την άφιξή τους εκεί σημάδεψε ένα ερωτικό περιστατικό του θεού Ποσειδώνα με μία από τις Δαναΐδες, την Αμυμώνη, που είχε σταλεί με αδελφές της να βρουν νερό. Το περιστατικό αυτό είχε ευνοϊκό αποτέλεσμα για τον κάμπο του Άργους, καθώς η περιοχή αρδεύθηκε με άφθονα νερά και έγινε γονιμότατη. Ο Δαναός έθεσε αξίωση επί του θρόνου του Άργους, καθώς ήταν δισέγγονος της Ιούς, κόρης του βασιλιά του Άργους Ινάχου, οπότε το σχετικό δημοψήφισμα τον έφερε στην εξουσία.

Μετά από λίγο καιρό όμως κατέφθασαν στην πόλη οι 50 γιοι του Αιγύπτου (οι «Αιγυπτιάδες») και απαίτησαν να τους παντρευτούν οι ισάριθμες Δαναΐδες. Ο Δαναός δέχθηκε φαινομενικά και «μοίρασε» με κλήρο την καθεμιά από τις κόρες του στον καθένα Αιγυπτιάδη (εκτός από τις κόρες τις Μέμφιδας, που πήραν τους συνωνύμους τους), αλλά είχε αποφασίσει την εξόντωσή τους: Εφοδίασε με ένα μεγάλο μαχαίρι την καθεμιά από τις Δαναΐδες και τις διέταξε να σκοτώσουν τους συζύγους τους την πρώτη νύχτα του γάμου σκίζοντας την καρδιά τους με αυτό όταν αυτοί θα είχαν αποκοιμηθεί. Ο παρακάτω πίνακας δίνει σε αλφαβητική σειρά τα ονόματα των Δαναΐδων με τον αντίστοιχο Αιγυπτιάδη σύζυγο και τη μητέρα της καθεμιάς.

Οι Δαναΐδες εκτέλεσαν την εντολή του πατέρα τους, εκτός από τη μεγαλύτερη στην ηλικία, την Υπερμήστρα, που ερωτεύθηκε τον Λυγκέα και δεν τον σκότωσε. Για τον λόγο αυτό φυλακίσθηκε από τον Δαναό, αλλά ελευθερώθηκε από τη θεά του έρωτα, την Αφροδίτη. Τα κεφάλια των σκοτωμένων τάφηκαν στη Λέρνη και τα σώματά τους έξω από την πόλη. Την ταφή ακολούθησαν καθαρμός και γυμναστικοί αγώνες, οι νικητές των οποίων πήραν από μία Δαναΐδα ως έπαθλο.

Τον Δαναό διαδέχθηκε ο Λυγκέας και, σύμφωνα με νεότερο μύθο, ο Δαναός και οι κόρες του σκοτώθηκαν από τον Λυγκέα.

Μια αρκετά μεταγενέστερη παράδοση παρουσιάζει τις Δαναΐδες στα Τάρταρα / Άδη να μεταφέρουν και να ρίχνουν νερό σε ένα πιθάρι με τρύπες («τετρημένον πίθον») για να τιμωρηθούν δήθεν για τη δολοφονία των Αιγυπτιαδών.

Image

Ερμαφρόδιτος 

Image

Ο Ερμαφρόδιτος, κατά την μυθολογία, ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης. Είχε πάρει τη χάρη και την ομορφιά από τους γονείς του, από τους οποίους πήρε και το όνομά του. Την ανατροφή του είχαν αναλάβει οι Ναϊάδες που κατοικούσαν στις σπηλιές του όρους Ίδη της Φρυγίας. Μία ημέρα, ο Ερμαφρόδιτος έφυγε από το βουνό για να ταξιδέψει ως την Καρία. Στον δρόμο κάθισε να ξαποστάσει σε ένα δασάκι κοντά στην Αλικαρνασσό. Εκεί κοντά έτρεχε μια γάργαρη πηγή, που σχημάτιζε και μια λιμνούλα. Ο νέος ξεδίψασε και μετά θέλησε και να πάρει το μπάνιο του για να καθαριστεί από τις σκόνες του δρόμου. Η Νύμφη της πηγής, η Σαλμακίδα, μόλις τον είδε τον ερωτεύθηκε αμέσως, έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο Ερμαφρόδιτος αιφνιδιάσθηκε και την απώθησε. Δεν μπόρεσε όμως να ξεφύγει από το αγκάλιασμά της. Παρακάλεσε τότε τους θεούς να τον ελευθερώσουν. Αλλά και η Σαλμακίς τους παρακάλεσε θερμά να μην την εγκαταλείψει ποτέ ο αγαπημένος της. Οι θεοί εισάκουσαν τα παρακάλια της Νύμφης και έτσι ο Ερμαφρόδιτος με τη Σαλμακίδα έμειναν για πάντα ενωμένοι σε ένα ον με διττή φύση, με αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά.

Ως αντάλλαγμα, ο Ερμαφρόδιτος ζήτησε ως χάρη από τους γονείς του, στο εξής όποιος άντρας έμπαινε στη λίμνη αυτή να αποκτούσε αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά.

Τον μύθο ενός πλάσματος θεϊκού με διπλή φύση, οι Έλληνες τον αντέγραψαν από τη Μέση Ανατολή. Γνωστή ήταν η διπλή θεότητα Αστάρτη-Άδωνις στους Φοίνικες και η Μύλλιτα-Σάνδωνας στους Βαβυλώνιους. Στην αρχαία Κύπρο, παράλληλα με τη λατρεία της Αφροδίτης είχαν και τη λατρεία του Αφρόδιτου, ο οποίος στις αναπαραστάσεις του έφερε γενειάδα, φαλλό και γυναικεία ρούχα. Στην Ελλάδα, πολύ συχνά ο Ερμαφρόδιτος εικονίζεται ανάμεσα στους συντρόφους του θεού Διονύσου.

Ορφέας και Ευρυδίκη 

Η Ευρυδίκη ήταν νύμφη και σύζυγος του Ορφέα. Μια μέρα στην προσπάθειά της να αποφύγει την ερωτική επίθεση του βοσκού Αρισταίου, δαγκώθηκε από ένα φίδι και πέθανε. Αλλόφρων, ο Ορφέας έπαιξε τόσο λυπητερά τραγούδια και τραγούδησε τόσο θρηνητικά, ώστε όλοι οι θεοί και οι νύμφες δάκρυσαν και τον συμβούλευσαν να κατέβει στον κάτω κόσμο. Ο Ορφέας κατέβηκε στον κάτω κόσμο και με τη μουσική του απάλυνε την καρδιά του Άδη και της Περσεφόνης , οι οποίοι συμφώνησαν να επιτρέψουν στην Ευρυδίκη να επιστρέψει μαζί του στη γη. Η συμφωνία που συνόδευε την απόφαση ήταν πως έπρεπε να περπατά μπροστά από αυτή και να μην κοιτάξει πίσω μέχρι να περάσουν την πύλη του Άδη. Εκείνος όμως δεν άντεχε να μη τη δει και γύρισε το βλέμμα σ ’εκείνη πριν περάσουν την πύλη του Άδη. Έτσι παραβίασε τη συμφωνία που είχε κάνει με τον Πλούτωνα και η αγαπημένη του έμεινε για πάντα στον κόσμο των νεκρών. Ο Ορφέας δεν ξεπέρασε ποτέ το θάνατο της, καθώς και την ευθύνη του για την επιστροφή της στον Κάτω Κόσμο. 

Η ιστορία με αυτή τη μορφή της ανήκει στην εποχή του Βιργιλίου, ο οποίος πρώτος εισάγει το όνομα του Αρισταίου. Ωστόσο. κι άλλοι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν για την επίσκεψη του Ορφέα στον κάτω κόσμο. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι καταχθόνιοι θεοί του «παρουσίασαν μία εμφάνιση» της Ευρυδίκης. Ο Οβίδιος λέει πως ο θάνατος της Ευρυδίκης δεν προκλήθηκε από τη δραπέτευσή της από τον Αρισταίο, αλλά από τον χορό της με τις Ναϊάδες τη μέρα του γάμου της.

Σύμφωνα με ένα χαμένο έργο του Αισχύλου, ο Ορφέας τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιφρόνησε τη λατρεία όλων των θεών εκτός από του Ήλιου, τον οποίο αποκαλούσε Απόλλωνα. 

Ως αντάλλαγμα, ο Ερμαφρόδιτος ζήτησε ως χάρη από τους γονείς του, στο εξής όποιος άντρας έμπαινε στη λίμνη αυτή να αποκτούσε αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά.

Τον μύθο ενός πλάσματος θεϊκού με διπλή φύση, οι Έλληνες τον αντέγραψαν από τη Μέση Ανατολή. Γνωστή ήταν η διπλή θεότητα Αστάρτη-Άδωνις στους Φοίνικες και η Μύλλιτα-Σάνδωνας στους Βαβυλώνιους. Στην αρχαία Κύπρο, παράλληλα με τη λατρεία της Αφροδίτης είχαν και τη λατρεία του Αφρόδιτου, ο οποίος στις αναπαραστάσεις του έφερε γενειάδα, φαλλό και γυναικεία ρούχα. Στην Ελλάδα, πολύ συχνά ο Ερμαφρόδιτος εικονίζεται ανάμεσα στους συντρόφους του θεού Διονύσου.

Image

Μέδουσα 

Image

Η Μέδουσα ήταν κόρη του Φόρκυ ή Φορκέα και της Κητούς, αδερφή των Γοργόνων Σθενώ και Ερυάλη  και των Γραιών Δεινώ, Ενυώ και Πεφρηδώ.

Σύμφωνα με την παραδοσιακή εκδοχή του μύθου, η Μέδουσα ήταν ιέρεια της θεάς Αθηνάς και διακρινόταν για την ασύγκριτη ομορφιά της. Κάποια μέρα  ο Ποσειδώνας μεταμορφωμένος σε άλογο, τη βίασε στον ιερό χώρο της Αθηνάς. Η θεά εξοργισμένη που ατιμάστηκε ο ναός της, δεν μπορούσε να έρθει σε ρήξη με τον Ποσειδώνα και έτσι ξέσπασε πάνω στη Μέδουσα. Την μεταμόρφωσε σε απεχθές τέρας, που αντί για μαλλιά είχε φίδια και το φοβερό της βλέμμα πέτρωνε όποιον την κοιτούσε στα μάτια. Έτσι, παρόλο που η Μέδουσα ήταν το θύμα, τιμωρήθηκε η ίδια.

Τελικά ο Περσέας, στην προσπάθειά του να εκτελέσει μια αποστολή του τυράννου Πολυδέκτη, πλησίασε τη Μέδουσα και με τη βοήθεια των θεών την αποκεφάλισε. Μετά επέστρεψε νικητής με το κεφάλι της ως τρόπαιο στη Σέριφο.

Το κεφάλι της, το περίφημο «Γοργόνειο», το παρέλαβε εν τέλει η θεά Αθηνά από τον Περσέα και το επέθεσε στην ασπίδα της, επειδή το κεφάλι της, ακόμη και νεκρό, πέτρωνε όποιον το κοίταζε.

Μήδεια 

Η Μήδεια ήταν η κόρη του βασιλιά της Κολχίδας, Αιήτη, ωστόσο δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα τη μητέρα της. Άλλοτε μητέρα της θεωρείται η Ωκεανίδα Ιδυία και άλλοτε η Εκάτη, με αποτέλεσμα να αλλάζει η συγγένειά της με την Κίρκη, η οποία θεωρείται αδελφή ή θεία της. Από την Κίρκη έμαθε την τέχνη της μαγείας, την οποία χρησιμοποιούσε σ' όλη τη ζωή της.

Όταν ο Ιάσονας, αρχηγός της Αργοναυτικής εκστρατείας, έφτασε στην Κολχίδα, η Μήδεια τον ερωτεύτηκε και έθεσε στη διάθεσή του όλα τα μέσα της τέχνης της, ώσπου ο ήρωας να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο δέρας. Ύστερα απ' αυτό ακολούθησε τον εραστή της και για να αργοπορήσει τον Αιήτη, ο οποίος τους καταδίωκε, τεμάχισε τον αδελφό της, Άψυρτο, και σκόρπισε στη θάλασσα τα μέλη του. Ο πατέρας τότε εγκατέλειψε την καταδίωξη και επιδόθηκε στην περισυλλογή των μελών του σφαγμένου παιδιού του.

Αργότερα στον Ιωλκό, ο Ιάσονας την παρακάλεσε να εκδικηθεί τον Πελία, φονιά του πατέρα και του αδελφού του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Η Μήδεια τότε έπεισε τις κόρες του Πελία να τεμαχίσουν το σώμα του πατέρα τους και να το βράσουν, πείθοντάς τες ότι με τον τρόπο αυτόν θα κατόρθωναν να τον κάνουν πάλι νέο. Μετά την καταδίωξη του ζεύγους από το γιο του Πελία, Άκαστο, κατέφυγαν στην Κόρινθο, όπου έζησαν για ένα διάστημα ευτυχισμένοι, μέχρις ότου ο Ιάσονας εγκατέλειψε τη Μήδεια για να μνηστευτεί την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, Γλαύκη. Η Μήδεια και πάλι χρησιμοποίησε τα μαγικά της φίλτρα για να εκδικηθεί την αντίζηλή της. Της έστειλε δηλητηριασμένο χιτώνα σαν δώρο για το γάμο της, ο οποίος έβγαζε φλόγες και την έκαψε.

Η εκδίκησή της όμως δε σταμάτησε εδώ, αλλά έφτασε στο πιο αποτρόπαιο έγκλημά της για το οποίο είναι κυρίως πιο γνωστή. Σκότωσε τα δύο της παιδιά Φέρητα και Μέρμερο, που είχε αποκτήσει με τον Ιάσονα. Στη συνέχεια, ανέβηκε σ' ένα άρμα που το έσερναν φτερωτοί δράκοντες και έφτασε στην Αθήνα, όπου ενώθηκε με τον Αιγέα και απέκτησε το Μήδο. Επειδή όμως προσπάθησε να δηλητηριάσει το Θησέα, ο Αιγέας την έδιωξε κι εκείνη κατέφυγε κοντά στο γιο της, Μήδο, στην Ασία, στη χώρα που από το όνομά της ονομάστηκε Μηδία.

Προς το τέλος της ζωής της κατέβηκε στα Ηλύσια Πεδία, όπου και έγινε σύζυγος του Αχιλλέα, παραμένοντας αθάνατη.

Image

Νάρκισσος 

Ο Νάρκισσος ήταν ένας ωραίος νέος από τη Βοιωτίας, γιος της Νύμφης Ουρανίας και του ποταμού Κηφισού. Για τον Νάρκισσο έχουν αναπτυχθεί πολλοί μύθοι, οι σημαντικότεροι από τους οποίους είναι:

  • Κάποια μέρα καθισμένος ο ωραίος Νάρκισσος κοντά σε μια πηγή είδε το πρόσωπό του στα νερά της πηγής. Γοητεύτηκε από την εικόνα του που καθρεφτιζόταν στο νερό και θέλησε, βυθίζοντας το βραχίονα του στο νερό να τη αιχμαλωτίσει. Επειδή όμως παρά τις προσπάθειές του δεν το κατόρθωνε παρέμεινε στη θέση αυτή αυτοθαυμαζόμενος μέχρι που μαράζωσε και πέθανε. Στη θέση εκείνη μετά από λίγο φύτρωσε το ομώνυμο άνθος ως σύμβολο της φθοράς και των χθόνιων θεοτήτων.
  • Ο Νάρκισσος αδιαφορώντας στον προς αυτόν έρωτα, του επίσης ωραίου νέου Αμεινία, κατέστη τελικά ο ηθικός αυτουργός στην αυτοκτονία του δεύτερου. Τότε η Νέμεσις αποφάσισε να τον τιμωρήσει σκληρά με το ίδιο πάθος, υποκινώντας τον, να δει στο νερό της πηγής την εικόνα του (το είδωλό του) και να την ερωτευθεί τόσο ώστε να πεθάνει από τον ανικανοποίητο προς εαυτόν έρωτά του.
  • Ο Νάρκισσος, μετά το θάνατο της επίσης πανέμορφης δίδυμης αδελφής του Ηχούς, με την οποία και ήταν ερωτευμένος, δεν έβρισκε παρηγοριά στη δυστυχία του εκτός από το να βλέπει τον εαυτόν του στο νερό κάποιας πηγής στις Θεσπιές και να θυμάται την αδελφή του. Μέχρι που πέθανε στη θέση εκείνη από εξάντληση.
Image
  • Η γνωστότερη όμως και περισσότερο διαδεδομένη παράδοση για τον Νάρκισσο ήταν η παρακάτω που οφείλεται στον Οβίδιο (στο έργο του "Μεταμορφώσεις" ΙΙΙ 342). Σύμφωνα μ' αυτή ο ωραίος Βοιωτός νέος, απασχολημένος να θαυμάζει την καθ' όλα άριστη σωματική του διάπλαση από τις όχθες ποταμού, στα νερά αυτού, δεν έδωσε καμία προσοχή ή δεν ανταποκρίθηκε στον εκδηλούμενο έρωτα της Νύμφης Ηχούς η οποία και συνεχώς τον καλούσε. Αποτέλεσμα ήταν η μεν φωνή της Ηχούς να εξασθενεί συνέχεια σε τρόπο ώστε ν' ακούγονται μόνο οι τελευταίες συλλαβές και να σβήνει, ο δε Νάρκισσος να πεθαίνει αυτοθαυμαζόμενος στο νερό του ποταμού που το χρησιμοποιούσε ως κάτοπτρο.

Οιδίποδας 

Image
Ο λοιμός των Θηβών.

Πριν από την γέννηση του Οιδίποδα ο βασιλιάς της Θήβας Λάιος, αποφάσισε να απευθυνθεί στην Πυθία ώστε να μάθει το πεπρωμένο του σχετικά με την απόκτηση διαδόχου, καθώς με τη γυναίκα του, Ιοκάστη ή Επικάστη, δεν είχαν καταφέρει να τεκνοποιήσουν. Ο Απόλλωνας του διεμήνυσε, μέσω της Πυθίας, πως θα αποκτούσε γιο και πως αυτός μάλιστα θα τον σκότωνε.

Επίσης, πρέπει να επισημανθεί πως σύμφωνα με τον μύθο ο Λάιος είχε προκαλέσει την οργή των Θεών για την σχέση που σύναψε με άλλον άντρα, τον γιο του Πέλοπα, βασιλιά της Ηλείας, τον Χρύσιππο (κατά άλλους ο Λάιος φέρεται να βίασε τον Χρύσιππο). Η αυτοκτονία του Χρυσίππου στη Θήβα, όπου τον είχε απαγάγει ο Λάιος, προκάλεσε το μένος του Πέλοπα, ο οποίος καταράστηκε τον βασιλιά της Θήβας να μην αποκτήσει γιο και αν κάνει να πεθάνει από το χέρι του. Οι Θεοί συμφώνησαν, κατά άλλους η Ήρα, αφού η ενέργειά του αποτέλεσε ύβρι προς τους Νόμους.

Έτσι ο Λάιος, μετά την γέννηση του πρωτότοκου, έδεσε τον Οιδίποδα από τα πόδια (εξ ου και το όνομα Οιδίπους (οίδημα(=πρήξιμο) + πους(=πόδι)) και τον έδωσε σ΄ έναν δούλο, τον οποίο διέταξε να τον αφήσει έκθετο στον Κιθαιρώνα. Ένας βοσκός όμως βρήκε το παιδί και το παρέδωσε στην γυναίκα του βασιλιά της Κορίνθου, Πόλυβου, την Μερόπη ή Περίβοια. Αυτοί μην έχοντας παιδιά, τον δέχτηκαν σαν «θείο δώρο». Έτσι ο Οιδίποδας ζει και μεγαλώνει στα παλάτια της Κορίνθου, στην πόλη Τενέα, ως γνήσιος και νόμιμος κληρονόμος του θρόνου.

 

Μια μέρα όμως κάποιος τον αποκάλεσε «νόθο». Έτσι ο Οιδίποδας, θέλοντας να μάθει την αλήθεια, επισκέπτεται την Πυθία η οποία με ξεκάθαρο χρησμό τον διώχνει από τον ιερό χώρο της επειδή θα φανεί ομόκλινος του πατρός και πατροκτόνος, αιμομίκτης και σύζυγος της μητέρας του, καθώς και ότι αυτός και τα παιδιά του θα είναι αιτία πολλών κακών. Έπειτα από τον χρησμό αυτό, ο Οιδίποδας αποφασίζει να μην γυρίσει στην θεωρούμενη κατ' αυτόν πατρίδα του, την Κόρινθο για να μην προκαλέσει τα δεινά που η Πυθία προέβλεψε.

Κατά την περιπλάνησή του κατευθύνθηκε προς την Θήβα. Σ΄ ένα σταυροδρόμι της, συναντά μια άμαξα και ύστερα από μια έντονη λογομαχία σκοτώνει τον κάτοχο της άμαξας και τους συνοδούς - δούλους του, εκτός από έναν. Όπως αποδεικνύεται αργότερα, με μαρτυρία του δούλου που σώθηκε, ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του Λάιο, ο οποίος κατευθυνόταν προς την Πυθία για να μάθει τι απέγινε το παιδί του.

Ο Οιδίποδας πλησιάζοντας στη Θήβα συνάντησε τη Σφίγγα ένα φοβερό τέρας με κεφάλι ανθρώπου, σώμα λιονταριού και φτερά αετού. Η Σφίγγα σκότωνε κάθε διαβάτη που την συναντούσε, επειδή δεν απαντούσε στο γρίφο της. Ρωτώντας τον Οιδίποδα «Ποιο ον το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία», έλαβε ως απάντηση «Ο Άνθρωπος είναι εκείνο τον ον, που το ξημέρωμα της ζωής του κινείται στα τέσσερα, το βράδυ της ζωής του στα τρία, με την βοήθεια του μπαστουνιού, ενώ στο μεσοδιάστημα (μεσημέρι) της ζωής κινείται με σιγουριά στα δυο». Μετά την λύση του γρίφου η Σφίγγα έπεσε στον γκρεμό και σκοτώθηκε (ή κατά άλλους ο Οιδίποδας της επιτέθηκε όταν ήταν ξαφνιασμένη από τη λύση του γρίφου και ύστερα από άγρια μάχη τη σκότωσε). Ο Οιδίποδας αναγορεύτηκε βασιλιάς της Θήβας, από τον προσωρινό βασιλιά της πόλης Κρέοντα και σύζυγος της Ιοκάστης, χήρας του Λάιου και βιολογικής μητέρας του Οιδίποδα.

Με την Ιοκάστη απέκτησε τέσσερα παιδιά, τους Πολυνείκη και Ετεοκλή και τις Αντιγόνη και Ισμήνη, που ήταν παράλληλα και αδέλφια του. Έτσι ολοκληρώθηκε το περιεχόμενο του χρησμού που έδωσε η Πυθία στον Λάιο πρώτα και στον Οιδίποδα αργότερα.

Έπειτα από χρόνια και εξαιτίας του φοβερού λοιμού που μάστιζε τη Θήβα, για επτά χρόνια (όσα και τα χρόνια εξουσίας του Οιδίποδα), χρησμός από τον μάντη Τειρεσία, υπέδειξε πως η αιτία του κακού είναι ο φονιάς του Λάιου.

Στην τραγωδία «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή εκτυλίσσεται η αποκάλυψη του φονιά, που είχε ως αποτέλεσμα την αυτοτύφλωση του Οιδίποδα και τον απαγχονισμό της Ιοκάστης. Στην τραγωδία του Σοφοκλή, «Οιδίπους επί Κολωνώ», μαθαίνουμε πως ο Οιδίποδας, για άλλη μια φορά, περιπλανήθηκε στον ελλαδικό χώρο, με συνοδό την κόρη του Ισμήνη ή, κατά άλλους, την Αντιγόνη. Κατέληξε στην Αθήνα, όπου ο βασιλιάς της, ο Θησέας, τον δέχτηκε και μεσολάβησε για την συμφιλίωσή του με τους Θεούς και τον λυτρωτικό του θάνατο.

Πανδώρα 

Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Προμηθέας έπλασε τους πρώτους ανθρώπους με νερό και χώμα. Για να επιβιώσουν ωστόσο, θεώρησε πως θα έπρεπε να τους χαρίσει τη φωτιά, που μέχρι τότε ήταν αποκλειστικό πλεονέκτημα των θεών. Έτσι, έκλεψε τη φωτιά και την προσέφερε στους ανθρώπους επιφέροντας την οργή του Δία. Η εκδίκηση του αρχηγού των θεών δεν εξαίρεσε τους ανθρώπους. Έτσι, έκλεισε σε ένα κουτί το Γήρας, τις Ασθένειες, τον Πόλεμο, τις Διαμάχες, τις Έγνοιες, τη Μηχανορραφία, τη Συκοφαντία και τον Φθόνο. Έπρεπε όμως να βρει κάποιο τέχνασμα και να τα στείλει στους ανθρώπους μέσω του Προμηθέα, για να του καταστρέψει την καλή του φήμη. Έτσι έδωσε εντολή στον Ήφαιστο να φτιάξει από πηλό μια γυναίκα, όσο πιο όμορφη γινόταν, χρησιμοποιώντας όλα τα μυστικά της τέχνης του. Όταν ο Ήφαιστος τελείωσε το έργο του, ο Δίας συγκέντρωσε όλους τους θεούς του Ολύμπου και τους ζήτησε να προικίσουν τη γυναίκα αυτή με τα πιο σπάνια χαρίσματα. Αφού προικίστηκε με τα ωραιότερα δώρα, ο Δίας της έδωσε το κουτί με όλες τις συμφορές και την έστειλε στη γη να βρει τον Προμηθέα. Εκείνος υποψιάστηκε ότι την είχαν στείλει οι θεοί ως παγίδα και την απέφυγε. Δεν συνέβη το ίδιο όμως και με τον αδερφό του Επιμηθέα, ο οποίος σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της και την έκανε γυναίκα του. Η Πανδώρα κάποια στιγμή άνοιξε του κουτί της από αφέλεια και ξεχύθηκαν από μέσα όλες οι συμφορές. Μόνο η Ελπίδα έμεινε στον πάτο. Έτσι το ανθρώπινο είδος τιμωρήθηκε για την αλαζονεία του Προμηθέα, που χάρισε τη φωτιά χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες.
Από την άλλη, η Πανδώρα παρουσιάζεται ως αρχετυπική μορφή της ελληνικής μυθολογίας, όπου αναφέρεται ως η πρώτη θνητή γυναίκα, αιτία όλων των δεινών κατά τον Ησίοδο και αντίστοιχη της βιβλικής Εύας.
Σύμφωνα με τη Θεογονία και τα Έργα και Ημέραι του Ησιόδου, η Πανδώρα πλάστηκε από χώμα, έπειτα από παραγγελία του Δία στον Ήφαιστο. Η Αθηνά ή ο Ερμής της έδωσε ζωή και οι θεοί του Ολύμπου της προσέφεραν γενικά όλα τα χαρίσματα και τις ικανότητες αλλά μαζί με αυτά και μια επικίνδυνη γοητεία.

 

Στη Θεογονία αναφέρει ότι «ο ευγενής γιος του Ιαπετού (ο Προμηθέας) έκλεψε την ιερή φωτιά και εξοργισμένος ο Δίας έστειλε στους ανθρώπους ένα μεγάλο κακό — το τίμημα για το ευεργέτημα της φωτιάς. Ζήτησε από τον Χωλό θεό (τον Ήφαιστο) να πλάσει από τη γη μια παρθένα και η Αθηνά την έντυσε και τη στόλισε με κοσμήματα και της έβαλε ένα θαυμαστό πέπλο και στεφάνι στο κεφάλι καθώς και ένα στέμμα χρυσό». Όπως περιγράφει ο Ησίοδος ήταν χάρμα οφθαλμών και έλαμπε με μεγάλη ομορφιά που την θαύμασαν ακόμα και οι θεοί και που δεν μπορούσε να της αντισταθεί κανένας θνητός, αφού μέχρι τότε δεν υπήρχαν γυναίκες παρά μόνον άνδρες. «Από αυτήν», γράφει ο Ησίοδος, «κατάγονται όλες οι γυναίκες και το θηλυκό γένος. Από αυτήν προήλθε το καταστροφικό γένος των γυναικών που ζει μεταξύ των θνητών ανδρών για να τους βασανίζει, σύντροφος μόνο στα πλούτη και ποτέ στη μισητή φτώχεια. Ο Δίας έπλασε τις γυναίκες για να βλάψει τον θνητό άνδρα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αν ο άνδρας δεν παντρευόταν για να αποφύγει τις πικρίες του γάμου, γερνούσε και πλησίαζε το θάνατο χωρίς κανένα να τον φροντίσει. Οπότε όταν ο άντρας επιλέγει να παντρευτεί και παίρνει καλή γυναίκα που συμφωνεί μαζί του, τότε το κακό συνεχώς αντιπαλεύει το καλό. Γιατί μπορεί να τύχει να κάνει κακά παιδιά, και τότε ζει για πάντα με θλίψη στην καρδιά και αυτό το κακό δεν μπορεί να θεραπευτεί ποτέ. Έτσι δεν μπορείς να εξαπατήσεις το Δια ή να παραβείς το θέλημά του.»

Οι περισσότερες εκδοχές του μύθου παρουσιάζουν στην περίπτωση της Πανδώρας ότι το πιθάρι περιείχε τα δώρα του γάμου της και ότι της είχε δοθεί η εντολή να μη το ανοίξει, παραπέμποντας στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.

Image

Στη Θεογονία αναφέρει ότι «ο ευγενής γιος του Ιαπετού (ο Προμηθέας) έκλεψε την ιερή φωτιά και εξοργισμένος ο Δίας έστειλε στους ανθρώπους ένα μεγάλο κακό — το τίμημα για το ευεργέτημα της φωτιάς. Ζήτησε από τον Χωλό θεό (τον Ήφαιστο) να πλάσει από τη γη μια παρθένα και η Αθηνά την έντυσε και τη στόλισε με κοσμήματα και της έβαλε ένα θαυμαστό πέπλο και στεφάνι στο κεφάλι καθώς και ένα στέμμα χρυσό». Όπως περιγράφει ο Ησίοδος ήταν χάρμα οφθαλμών και έλαμπε με μεγάλη ομορφιά που την θαύμασαν ακόμα και οι θεοί και που δεν μπορούσε να της αντισταθεί κανένας θνητός, αφού μέχρι τότε δεν υπήρχαν γυναίκες παρά μόνον άνδρες. «Από αυτήν», γράφει ο Ησίοδος, «κατάγονται όλες οι γυναίκες και το θηλυκό γένος. Από αυτήν προήλθε το καταστροφικό γένος των γυναικών που ζει μεταξύ των θνητών ανδρών για να τους βασανίζει, σύντροφος μόνο στα πλούτη και ποτέ στη μισητή φτώχεια. Ο Δίας έπλασε τις γυναίκες για να βλάψει τον θνητό άνδρα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αν ο άνδρας δεν παντρευόταν για να αποφύγει τις πικρίες του γάμου, γερνούσε και πλησίαζε το θάνατο χωρίς κανένα να τον φροντίσει. Οπότε όταν ο άντρας επιλέγει να παντρευτεί και παίρνει καλή γυναίκα που συμφωνεί μαζί του, τότε το κακό συνεχώς αντιπαλεύει το καλό. Γιατί μπορεί να τύχει να κάνει κακά παιδιά, και τότε ζει για πάντα με θλίψη στην καρδιά και αυτό το κακό δεν μπορεί να θεραπευτεί ποτέ. Έτσι δεν μπορείς να εξαπατήσεις το Δια ή να παραβείς το θέλημά του.»

Οι περισσότερες εκδοχές του μύθου παρουσιάζουν στην περίπτωση της Πανδώρας ότι το πιθάρι περιείχε τα δώρα του γάμου της και ότι της είχε δοθεί η εντολή να μη το ανοίξει, παραπέμποντας στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.

Προιτίδες 

Στην ελληνική μυθολογία Προιτίδες ονομάζονται οι κόρες του Προίτου, βασιλιά της Τίρυνθας, και της Σθενεβοίας (ο Όμηρος την ονομάζει Άντεια). Ήταν δύο, η Λυσίππη και η Ιφιάνασσα, ή τρεις, η Ιφινόη.

Οι Προιτίδες όταν ήταν νέες έκαναν προκάλεσαν την οργή της Ήρας, είτε γιατί ισχυρίζονταν ότι ήταν ωραιότερες από τη θεά είτε γιατί παινεύτηκαν ότι το παλάτι του πατέρα τους ήταν πλουσιότερο από τον ναό της Ήρας είτε γιατί έκλεψαν χρυσάφι από το φόρεμα της θεάς για προσωπική τους χρήση. Η Ήρα τις τιμώρησε δίνοντάς τους δαιμονική τρέλα. Το αποτέλεσμα ήταν να αφήσουν τους γονείς τους και να περιφέρονται ολόγυμνες στην ύπαιθρο χώρα. Απελπισμένοι οι γονείς τους έβγαλαν επίσημη ανακοίνωση ότι θα πάντρευαν τη μεγαλύτερη με όποιον τις θεράπευε. Μετά από διάφορες αποτυχημένες απόπειρες αποθεραπείας, και αφού η Ιφινόη πέθανε, κατάφερε να γιατρέψει τις άλλες δύο ο Μελάμποδας με καθαρμούς, και συγκεκριμένα λούζοντάς τις στα ιαματικά νερά του ποταμού της Τριφυλίας Ανίγρου. Μετά από αυτό, ο Προίτος πάντρεψε την Ιφιάνασσα με τον Μελάμποδα και τη Λυσίππη με τον αδελφό του Μελάμποδα, τον Βίαντα. 



Image

Ο Μελάμποδας και οι Προιτίδες.

.

Πυγμαλίων και Γαλάτεια 

Image

Ο Πυγμαλίων ήταν ένας γλύπτης με καταγωγή από την Αμαθούντα. Ένα βράδυ η θεά Αφροδίτη παρουσιάστηκε στο όνειρό του, καθώς τον λυπόταν που εργαζόταν διαρκώς και δεν είχε χρόνο για προσωπική ζωή. Όταν ξύπνησε ο Πυγμαλίων, έκθαμβος από την ωραιότητα της γυναίκας που ονειρεύτηκε άρχισε να σκαλίζει ένα γλυπτό από ελεφαντόδοντο με τη μορφή της.

Σύμφωνα με το μύθο, ο Πυγμαλίων είχε ερωτευτεί παράφορα το άγαλμα, του μίλαγε, του απήγγελε ποιήματα και του προσέφερε λουλούδια. Έτσι, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια της θεάς. Κατά τη διάρκεια των Αφροδισίων, έκανε μία προσφορά στη θεά ικετεύοντάς την να ζωντανέψει το άγαλμα. Η Αφροδίτη συγκινήθηκε από την παράκληση του γλύπτη και μεταμόρφωσε το άγαλμα σε γυναίκα, ονομάζοντάς τη Γαλάτεια. Ο Πυγμαλίων παντρεύτηκε αυτή τη γυναίκα και απέκτησαν μια κόρη, την Πάφο ή τη Μεθάρμη, κι εκείνη τον Κινύρα ιδρυτή της πόλης Πάφου και εισηγητή της λατρεία της Αφροδίτης στο νησί.

Σε κάποιες άλλες παραλλαγές του μύθου, ο Πυγμαλίων παρουσιάζεται ως Βασιλιάς της Κύπρου και η Γαλάτεια ήταν η ίδια η Αφροδίτη που χρησιμοποίησε το άγαλμα και παντρεύτηκε τον γλύπτη. 

Σφίγγα 

Η Σφίγγα σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν κόρη της Χίμαιρας και του Όρθρου ή κατά άλλους του Τυφώνος και της Έχιδνας.

Κατά τη μυθολογία η Σφίγγα ήταν ένα πλάσμα με γυναικείο κεφάλι, κορμί λιονταριού και φτερά πουλιού. Είναι στενά συνδεδεμένη με τον μύθο των Λαβδακιδών, καθώς θυμωμένοι η θεά Ήρα και ο θεός Άρης με τον Λάιο, βασιλιά της Θήβας και πατέρα του Οιδίποδα, την έστειλαν από την πατρίδα της, στο όρος Φίκιο ή Σφίγγειο κοντά στην Αρχαία Θήβα στα σημερινά Βάγια. Εκεί στεκόταν και ρωτούσε τους περαστικούς ένα αίνιγμα που έμαθε από τις Μούσες: «Ποιο ον στην αρχή στέκεται στα τέσσερα, έπειτα στα δύο και προς το τέλος της ζωής του στα τρία;» (Αρχαία ελληνικά: «Τί εστιν ό μίαν έχον φωνήν τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίνεται;»). Όποιον δεν μπορούσε να λύσει το γρίφο, η Σφίγγα τον έσφιγγε, μέχρι να πεθάνει. Ο Οιδίπους έλυσε τον γρίφο απαντώντας ότι το ον αυτό είναι ο άνθρωπος, αφού όταν είναι βρέφος περπατάει στα τέσσερα, μετά σηκώνεται στα δύο του πόδια και στα γηρατειά περπατάει όρθιος αλλά χρησιμοποιεί σαν τρίτο πόδι ένα μπαστούνι. Μόλις λύθηκε το αίνιγμά της η Σφίγγα γκρεμίστηκε από τον βράχο που στεκόταν και σκοτώθηκε, ενώ στη σοφόκλεια εκδοχή ο Οιδίποδας την καταβαραθρώνει με το δόρυ ανταποκρινόμενος περισσότερο στα χαρακτηριστικά του ήρωα. 

Image

Τειρεσίας 

Ο Τειρεσίας ήταν ο πιο φημισμένος μάντης της εποχής στην Ελλάδα.

Λέγεται ότι ο Τειρεσίας τυφλώθηκε από τη Αθηνά, επειδή την είδε τυχαία γυμνή την ώρα που λουζόταν, μετά όμως συγκινήθηκε τόσο από τις ικεσίες της μητέρας του Τειρεσία, ώστε απέσπασε από την αιγίδα της το φίδι Εριχθόνιο και το πρόσταξε: «Καθάρισε τα αφτιά του Τειρεσία με τη γλώσσα σου για να καταλαβαίνει τη λαλιά των προφητικών πουλιών».

Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι ο Τειρεσίας σε ένα περίπατό του στο όρος Κυλλήνη παρακολούθησε δύο φίδια που ζευγάρωναν. Όταν τα φίδια του επιτέθηκαν εκείνος τα χτύπησε με το ραβδί του σκοτώνοντας το θηλυκό. Τότε μεταμορφώθηκε ο ίδιος σε γυναίκα και έγινε ξακουστή εταίρα. Επτά χρόνια αργότερα όμως, στο ίδιο μέρος, είδε πάλι δυο φίδια που ζευγάρωναν και επειδή αυτή τη φορά σκότωσε το αρσενικό, ξανάγινε άνδρας.

 

Image

Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι όταν η Αφροδίτη και οι τρεις Χάριτες - η Πασιθέα, η Καλή και η Ευφροσύνη - διαφώνησαν για το ποια από όλες ήταν η πιο όμορφη, η Αφροδίτη τον μεταμόρφωσε σε γριά. Η Καλή όμως τον πήγε στην Κρήτη όπου του χάρισε υπέροχους βοστρύχους. Μετά από μερικές ημέρες, η Ήρα άρχισε να κατηγορεί τον Δία για τις πολυάριθμες απιστίες του. Εκείνος απολογήθηκε λέγοντας ότι έτσι κι αλλιώς όταν πλαγιάζει μαζί της, αυτή το απολαμβάνει περισσότερο.

Κλήθηκε τότε ο Τειρεσίας, να λύσει τη διαφωνία που είχαν ο Δίας με την Ήρα, αφού οι δύο θεοί γνώριζαν ότι είχε υπάρξει διαδοχικά και άνδρας και γυναίκα. Το ερώτημα που του έθεσαν ήταν: «Ποιος ηδονίζεται περισσότερο κατά την ερωτική πράξη, ο άνδρας ή η γυναίκα;»

Τότε, ο Τειρεσίας απάντησε αδίστακτα: «Αν διαιρούσαμε την ηδονή σε μέρη δέκα, ένα θα έπαιρνε ο άντρας και εννιά η γυναίκα".

Η Ήρα θύμωσε τόσο πολύ με το σαρκαστικό χαμόγελο του Δία που τύφλωσε τον Τειρεσία. Ο Δίας τότε, του έδωσε το χάρισμα της μαντικής και διάρκεια ζωής εφτά γενεών.

Η κυρίως δράση του Τειρεσία τοποθετείται στη Θήβα, όπου υπήρχε οιωνοσκοπείο του, ενώ το μαντείο του βρισκόταν στον γειτονικό Ορχομενό. Ο Τειρεσίας ήταν ο επίσημος σύμβουλος των βασιλέων της Θήβας και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον μύθο του Λαΐου και του Οιδίποδα.

Ο θάνατος του Τειρεσία, σε βαθύτατο γήρας, τοποθετείται χρονικά μετά την κατάληψη των Θηβών από τους Επιγόνους. Η «Νέκυια» της Οδύσσειας τον παρουσιάζει να συνεχίζει να ασκεί τη μαντική τέχνη ακόμα και στον Άδη, όπου πήγε να τον συμβουλευθεί ο Οδυσσέας.

Χίμαιρα

Κατά την ελληνική μυθολογία η Χίμαιρα ήταν ένα φοβερό πλάσμα, ένα μυθολογικό ζώο, που εξέπνεε φωτιά, είχε σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού, και η ουρά του κατέληγε σε φίδι. Σύμφωνα με άλλες περιγραφές, είχε περισσότερα από ένα κεφάλια, συνηθέστερα τρικέφαλος (κεφαλή λέοντα, κατσίκας και δράκοντα).

Η Χίμαιρα ήταν  κόρη του Τυφώνα και της  Έχιδνας. Σύμφωνα με τους επικρατέστερους μύθους, αδέλφια της ήταν ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα και η Σφίγγα. Κατά τον Ησίοδο η Χίμαιρα ενώθηκε με τον Όρθρο και απόγονοί τους ήταν το Λιοντάρι της Νεμέας και η Σφίγγα. Το τέρας αυτό φερόταν να το εξέτρεφε ο βασιλιάς της Καρίας Αμισόδωρος.

Τελικά, φονεύτηκε από τον Βελλερεφόντη, που ίππευε ένα ιπτάμενο άλογο, τον Πήγασο, στην Καρία, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς. Υπάρχουν περισσότερες από μία περιγραφές σχετικά με τον τρόπο που έγινε αυτό. Σύμφωνα με μία, ο Βελλερεφόντης απλώς τη χτύπησε με το ακόντιό του. Σύμφωνα με μία άλλη, χρησιμοποίησε μολύβι, το οποίο έλιωσε από την καυτή της ανάσα και την σκότωσε.

Για κατοικία της Χίμαιρας αναφέρονται πολλές περιοχές όπως η Φρυγία, οι Ινδίες, ακόμη και η Λιβύη. Επισημότερες όμως φέρονται η αρχαία Κόρινθος και η Σικυώνα, που παράσταση αυτής έφεραν τα νομίσματά τους αλλά και οι ασπίδες των οπλιτών τους. Παρόμοιες απεικονίσεις σε ασπίδες έφεραν και οι οπλίτες της Κυζίκου και της Ζελείας.

Οι μύθοι της Χίμαιρας βρίσκονται, στην Αινειάδα του Βιργίλιου, στην Ιλιάδα του Ομήρου, στη Θεογονία του Ησίοδου κ.α.

Image